- διάπτωμα
- διάπτωμαstumbleneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διάπτωμα — διάπτωμα, το (Α) 1. ολίσθημα, γλίστρημα 2. σφάλμα, παράπτωμα, πταίσμα … Dictionary of Greek
διάπτωμ' — διάπτωμα , διάπτωμα stumble neut nom/voc/acc sg διάπτωμαι , διαπέταμαι aor subj mid 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπτωμάτων — διάπτωμα stumble neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπτώματα — διάπτωμα stumble neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαπτώματ' — διαπτώματα , διάπτωμα stumble neut nom/voc/acc pl διαπτώματι , διάπτωμα stumble neut dat sg διαπτώματε , διάπτωμα stumble neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)